- ξεφούσκωμα
- (sis, kabartı) inme
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξεφούσκωμα — το, ατος 1. το άδειασμα πράγματος από αέρα: Η γκάιντα παίζει με το ξεφούσκωμά της. 2. ανακούφιση. 3. ξέσπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεφούσκωμα — το [ξεφουσκώνω] 1. αφαίρεση τού αέρα που περιέχεται σε κάτι 2. ελάττωση τού όγκου με αφαίρεση τού αέρα 3. ανακούφιση από φούσκωμα τού στομάχου, ξαλάφρωμα 4. μτφ. ανακούφιση από θυμό, από οργή, από κόπο … Dictionary of Greek
έκπνευση — η (AM ἔκπνευσις) 1. εκπνοή 2. ξεφούσκωμα, ξεθύμασμα … Dictionary of Greek